λιθότομος

λιθότομος
λιθότομος
for cutting stones
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιθοτόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμος — ο (Α λιθοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος αρχ. 1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων 2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμου — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut gen sg λιθοτόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμους — λιθότομος for cutting stones masc/fem acc pl λιθοτόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμων — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut gen pl λιθοτόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμῳ — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut dat sg λιθοτόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμοι — λιθοτόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμον — λιθοτόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμιον — λιθοτόμιον, τὸ (Α) το χειρουργικό εργαλείο λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοτόμον, χειρουργικό εργαλείο (βλ. λιθοτόμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”